χανδός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χανδός''': -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ [[στόμα]], [[εὐρύχωρος]], ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ [[χανδόν]], Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959. | |lstext='''χανδός''': -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ [[στόμα]], [[εὐρύχωρος]], ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ [[χανδόν]], Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. [[χανδόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A yawning, roomy, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος Epigr. ap. Polem.Hist.79.
Greek (Liddell-Scott)
χανδός: -ή, -όν, ὁ χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, εὐρύχωρος, ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος, ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ πίνῃ χανδόν, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 436D· πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Παλατ. σ. 959.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει μεγάλη οπή («ἐκ χανδῆς ζωροποτῶν κύλικος», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. σχηματισμένος από το επίρρ. χανδόν.