συντελεστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(6_11)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντελεστικός''': -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 101.
|lstext='''συντελεστικός''': -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. [[χρόνος]]), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, [[αὐτόθι]] 101.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συντελεστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συντελῶ]]<br />αυτός που συντελεί σε [[κάτι]], [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπληρωματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συντελεστικός]]<br />(ενν. [[χρόνος]]) <b>γραμμ.</b> ο [[παρακείμενος]] και ο [[αόριστος]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον παρατατικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συντελεστικῶς</i> Α<br />σε συντελεστικό χρόνο.
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελεστικός Medium diacritics: συντελεστικός Low diacritics: συντελεστικός Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syntelestikós Transliteration B: syntelestikos Transliteration C: syntelestikos Beta Code: suntelestiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of causing or effecting, τινος Epicur.Nat.14.4, Phld. Rh.2.49 S., Ptol.Harm.1.15.    II Gramm., ὁ σ. (sc. χρόνος) the tense of completion, viz. pf. and aor., opp. παρατατικός, S.E.M.10.91, 92.101. Adv. -κῶς ib.101.

Greek (Liddell-Scott)

συντελεστικός: -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. χρόνος), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, αὐτόθι 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συντελεστικός, -ή, -όν, ΝΑ συντελῶ
αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος
αρχ.
1. συμπληρωματικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός
(ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό.
επίρρ...
συντελεστικῶς Α
σε συντελεστικό χρόνο.