συμπληρωματικός
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
-ή, -ό / συμπληρωματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπλήρωμα, -ατος]
αυτός που συντελεί ώστε να συμπληρωθεί κάτι (α. «συμπληρωματικές διατάξεις του νόμου» β. «συμπληρωματικές επεξηγήσεις» γ. «αἱ συμπληρωματικαὶ τοῦ σώματος ποιότητες», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
1. φυσ. χαρακτηρισμός χρώματος το οποίο όταν αναμιχθεί σε κατάλληλη αναλογία με ορισμένο άλλο χρώμα παρέχει άχρωμο αποτέλεσμα
2. φρ. α) «συμπληρωματικές γωνίες»
μαθημ. δύο γωνίες τών οποίων το άθροισμα ισούται με μία ορθή, δηλαδή με 90°
β) «συμπληρωματικές προτάσεις»
γλωσσ. οι προτάσεις που αποτελούν μέρος μιας άλλης ευρύτερης πρότασης, στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν είτε ως ονοματικά σύνολα είτε ως προσδιορισμοί διαφόρων ειδών και συμπληρώνουν το νόημά της, λ.χ. στη φράση «ο Γιάννης θέλησε να φύγει» η βουλητική πρόταση να φύγει είναι συμπληρωματική της κύριας πρότασης και λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος θέλησε.
επίρρ...
συμπληρωματικώς / συμπληρωματικῶς ΝΜ, και συμπληρωματικά Ν
για συμπλήρωση, με σκοπό να συμπληρωθεί κάτι.