σύντριψ: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_12)
(40)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύντριψ''': -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις [[δαίμων]] συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.
|lstext='''σύντριψ''': -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις [[δαίμων]] συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[συντριβή]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Σύντριψ]]<br />[[κακός]] [[δαίμονας]] που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συντρίβ</i>- του [[συντρίβω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1037] ιβος, zerreibend, zerstoßend, bei Hom. ep. 14, 9 Name eines Hauskoboldes, der die Töpfe auf dem Heerde zerschmeißt.

Greek (Liddell-Scott)

σύντριψ: -ῐβος, ὁ, ἡ, ὁ συντρίβων, κακός τις δαίμων συντρίβων τὰς χύτρας καὶ λοιπὰ σκεύη τοῦ μαγειρείου, «καλλικάντζαρος», Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 14. 9.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που επιφέρει συντριβή
2. ως κύριο όν. Σύντριψ
κακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ- του συντρίβω + κατάλ. -ς].