φύγεργος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φύγεργος''': -ον, ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Κωμ. Ἀποσπ. σ. 1131. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
|lstext='''φύγεργος''': -ον, ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Κωμ. Ἀποσπ. σ. 1131. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αποφεύγει την [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>φίλ</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγεργος Medium diacritics: φύγεργος Low diacritics: φύγεργος Capitals: ΦΥΓΕΡΓΟΣ
Transliteration A: phýgergos Transliteration B: phygergos Transliteration C: fygergos Beta Code: fu/gergos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A shunning work, EM199.1.

German (Pape)

[Seite 1312] die Arbeit fliehend, scheuend, Ar. frg. in E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φύγεργος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τὴν ἐργασίαν, Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Κωμ. Ἀποσπ. σ. 1131. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει την εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].