χαλκηδόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_22) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκηδόνιον''': τό, τὸ ὀρυκτὸν τὸ ἄλλως καλούμενον [[στίμμι]], Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 5. 99. | |lstext='''χαλκηδόνιον''': τό, τὸ ὀρυκτὸν τὸ ἄλλως καλούμενον [[στίμμι]], Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 5. 99. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χαλκηδόνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = στίμμι, interpol. in Dsc.5.84.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκηδόνιον: τό, τὸ ὀρυκτὸν τὸ ἄλλως καλούμενον στίμμι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 5. 99.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. χαλκηδόνιος.