τιγροειδής: Difference between revisions
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
(6_7) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τιγροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς [[τίγρις]], ἵπποι Δίων Κ. 75. 14. | |lstext='''τιγροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς [[τίγρις]], ἵπποι Δίων Κ. 75. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τίγρη]] και, [[ιδίως]], αυτός που έχει ραβδωτό [[δέρμα]] σαν της [[τίγρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τίγρις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a tiger, tiger-striped, ἵπποι D.C.75.14.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger, D. Cass. 75, 14.
Greek (Liddell-Scott)
τιγροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς τίγρις, ἵπποι Δίων Κ. 75. 14.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν της τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + -ειδής].