χειρομάχισσα: Difference between revisions

From LSJ
(6_10)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρομάχισσα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[χειρομάχος]], ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.
|lstext='''χειρομάχισσα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[χειρομάχος]], ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[χειρομάχος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χειρομάχισσα: ἡ, θηλ. τοῦ χειρομάχος, ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
βλ. χειρομάχος.