χειρομάχισσα
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek (Liddell-Scott)
χειρομάχισσα: ἡ, θηλ. τοῦ χειρομάχος, ἡ ταῖς χερσὶν ἐργαζομένη, Θ. Πρόδρ. κ. ἡγουμ. Α΄ , 201.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
βλ. χειρομάχος.