τραχήλια: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(6_21)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχήλια''': τά, ([[τράχηλος]]) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο [[μετὰ]] τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἐπιλήσμονι) [[ὅστις]] παρέθηκε κράνια ἢ [[τραχήλια]]» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.
|lstext='''τρᾰχήλια''': τά, ([[τράχηλος]]) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο [[μετὰ]] τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ [[ἀναγνωστέον]] ἐν Ἐπιλήσμονι) [[ὅστις]] παρέθηκε κράνια ἢ [[τραχήλια]]» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.
}}
{{grml
|mltxt=τά, Α [[τράχηλος]]<br /><b>1.</b> τεμάχια κρεάτων και χόνδρων [[γύρω]] από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν [[μαζί]] με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ [[τραχήλι]]' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχήλια Medium diacritics: τραχήλια Low diacritics: τραχήλια Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑ
Transliteration A: trachḗlia Transliteration B: trachēlia Transliteration C: trachilia Beta Code: traxh/lia

English (LSJ)

τά,

   A scraps of meat and gristle about the neck, which were thrown away with the offal: hence, simply, scraps, offal, Ar.V.968, Pherecr. 54; βόεια Hp.Epid.7.62.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχήλια: τά, (τράχηλος) τεμάχια κρεάτων καὶ χόνδρων περὶ τὸν τράχηλον, τὰ ὁποῖα ἀπερρίπτοντο μετὰ τῶν λοιπῶν ἀχρήστων μερῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 968· «τὰ κεφάλαια τῶν ἰχθύων ὡς ἀκανθώδη, καὶ Φερεκράτης ἐν Ἐπιστολῇ (ἔνθ’ ἀναγνωστέον ἐν Ἐπιλήσμονι) ὅστις παρέθηκε κράνια ἢ τραχήλια» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 968 (Φερεκράτ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 5)· βόεια τρ. Ἱππ. 1227Β.

Greek Monolingual

τά, Α τράχηλος
1. τεμάχια κρεάτων και χόνδρων γύρω από τον τράχηλο, τα οποία πετούσαν μαζί με τα υπόλοιπα άχρηστα κομμάτια («καὶ τραχήλι' ἐσθίει καὶ τὰς ἀκάνθας», Αριστοφ.)
2. (γενικά) υπολείμματα, αποφάγια, απορρίμματα.