τραχύδερμος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_16)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχύδερμος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀριστοτ. παρ’ Ἀθηναίῳ 305D, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 340.
|lstext='''τρᾱχύδερμος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀριστοτ. παρ’ Ἀθηναίῳ 305D, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 340.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει τραχύ, σκληρό [[δέρμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>παχύ</i>-<i>δερμος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>δερμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠδερμος Medium diacritics: τραχύδερμος Low diacritics: τραχύδερμος Capitals: ΤΡΑΧΥΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: trachýdermos Transliteration B: trachydermos Transliteration C: trachydermos Beta Code: traxu/dermos

English (LSJ)

ον, = sq., Arist. ap. Ath.7.305d (om. Rose, Arist. Fr.294), Tz.ad Lyc.340.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύδερμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀριστοτ. παρ’ Ἀθηναίῳ 305D, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ-δερμος, σκληρό-δερμος].