τραχύδερμος

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠδερμος Medium diacritics: τραχύδερμος Low diacritics: τραχύδερμος Capitals: ΤΡΑΧΥΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: trachýdermos Transliteration B: trachydermos Transliteration C: trachydermos Beta Code: traxu/dermos

English (LSJ)

τραχύδερμον, = τραχυδέρμων (rough-skinned), Arist. ap. Ath. 7.305d (om. Rose, Arist. Fr. 294), Tz. ad Lyc. 340.

German (Pape)

[ᾱ], = τραχυδέρμων; Arist. bei Ath. VII.305e; Tzetz. ad Lycophr. 340.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχύδερμος: жесткокожий Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχύδερμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀριστοτ. παρ’ Ἀθηναίῳ 305D, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 340.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος, σκληρόδερμος].