τραχύδερμος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
τραχύδερμον, = τραχυδέρμων (rough-skinned), Arist. ap. Ath. 7.305d (om. Rose, Arist. Fr. 294), Tz. ad Lyc. 340.
German (Pape)
[ᾱ], = τραχυδέρμων; Arist. bei Ath. VII.305e; Tzetz. ad Lycophr. 340.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχύδερμος: жесткокожий Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχύδερμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀριστοτ. παρ’ Ἀθηναίῳ 305D, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 340.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύδερμος, σκληρόδερμος].