συνεργατικός: Difference between revisions

From LSJ

τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή → the soul pays rent to the body

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη [[συνεργασία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συνεργατική</i><br />[[συνεταιρισμός]] ατόμων που επιτελούν κοινό [[έργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεργάτης]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη [[συνεργασία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συνεργατική</i><br />[[συνεταιρισμός]] ατόμων που επιτελούν κοινό [[έργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεργάτης]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη [[συνεργασία]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η συνεργατική</i><br />[[συνεταιρισμός]] ατόμων που επιτελούν κοινό [[έργο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεργάτης]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία
2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική
συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία
2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική
συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].