τρῶξις: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de grignotter.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de grignotter.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ώξεως, ἡ, Α [[τρώγω]]<br />το να τρώει ή να κόβει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῶξις Medium diacritics: τρῶξις Low diacritics: τρώξις Capitals: ΤΡΩΞΙΣ
Transliteration A: trō̂xis Transliteration B: trōxis Transliteration C: troksis Beta Code: trw=cis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A gnawing, biting, ὀνύχων τρώξεις Arist.EN1148b28; λίθων, γῆς, Hp.Prorrh.2.31.

Greek (Liddell-Scott)

τρῶξις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de grignotter.
Étymologie: τρώγω.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α τρώγω
το να τρώει ή να κόβει κανείς κάτι με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», Αριστοτ.).