τριχισμός: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_21)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχισμός''': τό, = [[τριχίασις]], ΙΙΙ. 2, Παῦλ. Αἰγ. 6, 9.
|lstext='''τρῐχισμός''': τό, = [[τριχίασις]], ΙΙΙ. 2, Παῦλ. Αἰγ. 6, 9.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />μικρό [[ρήγμα]] οστού, [[τριχίαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>τριχίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχισμός Medium diacritics: τριχισμός Low diacritics: τριχισμός Capitals: ΤΡΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trichismós Transliteration B: trichismos Transliteration C: trichismos Beta Code: trixismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = τριχίασις 111.2, Paul.Aeg.6.90. ῖτις, ιδος, ἡ, a sort of alum, so called from its fibrous nature, Dsc.5.106.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχισμός: τό, = τριχίασις, ΙΙΙ. 2, Παῦλ. Αἰγ. 6, 9.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μικρό ρήγμα οστού, τριχίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. τριχίζω].