τρώξιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(6_16)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρώξιμος''': -ον, = [[τρωκτός]], Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = [[τρωκτά]], Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.
|lstext='''τρώξιμος''': -ον, = [[τρωκτός]], Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = [[τρωκτά]], Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[τρῶξις]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρώξιμα</i><br />τα [[τρωγάλια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τρωκτός]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρώξῐμος Medium diacritics: τρώξιμος Low diacritics: τρώξιμος Capitals: ΤΡΩΞΙΜΟΣ
Transliteration A: trṓximos Transliteration B: trōximos Transliteration C: troksimos Beta Code: trw/cimos

English (LSJ)

ον,

   A = τρωκτός, τὰν τ. (sc. σταφυλάν) eating-grapes, Theoc. 1.49, cf. Dig.50.16.205: τρώξιμα, τά, vegetables eaten raw, Hp.Int. 30; λαχανοφαγίη τρωξίμων πολλῶν ib.34, cf. PTeb.213 (ii B. C.), 117.74 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τρώξιμος: -ον, = τρωκτός, Θεόκρ. 1. 49· ― τρώξιμα, τά, = τρωκτά, Ἱππ. 549. 36., 550, ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ τρῶξις
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρώξιμα
τα τρωγάλια
αρχ.
τρωκτός.