συνεμφύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεμφύω''': [[ἐμφυτεύω]] [[ὁμοῦ]], αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.
|lstext='''συνεμφύω''': [[ἐμφυτεύω]] [[ὁμοῦ]], αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εμφυτεύω]] [[μαζί]] («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐμφύω]] «[[φυτεύω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[εμφυτεύω]] [[μαζί]] («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐμφύω]] «[[φυτεύω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]»].
|mltxt=Α<br />[[εμφυτεύω]] [[μαζί]] («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐμφύω]] «[[φυτεύω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμφύω Medium diacritics: συνεμφύω Low diacritics: συνεμφύω Capitals: ΣΥΝΕΜΦΥΩ
Transliteration A: synemphýō Transliteration B: synemphyō Transliteration C: synemfyo Beta Code: sunemfu/w

English (LSJ)

in Pass.,

   A grow together, unite, Gal.2.376, 18(2).977.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμφύω: ἐμφυτεύω ὁμοῦ, αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].