συντριβής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_8)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.
|lstext='''συντρῐβής''': -ές, συνδιατρίβων, συνών. «[[συντριβής]]· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α [[συντρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> συντετριμμένος.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐβής Medium diacritics: συντριβής Low diacritics: συντριβής Capitals: ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: syntribḗs Transliteration B: syntribēs Transliteration C: syntrivis Beta Code: suntribh/s

English (LSJ)

ές,

   A living together, Hsch.    2 crushed by, worn out by, καμάτῳ Procop.Goth.4.23, cf. Aed.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντρῐβής: -ές, συνδιατρίβων, συνών. «συντριβής· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.

Greek Monolingual

-ές, Α συντρίβω
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.