συντεχνίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.
|lstext='''συντεχνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν<br />[[σύντεχνος]], [[ομότεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεχνίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]])].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνίτης Medium diacritics: συντεχνίτης Low diacritics: συντεχνίτης Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: syntechnítēs Transliteration B: syntechnitēs Transliteration C: syntechnitis Beta Code: suntexni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = sq., Gloss., v.l. in Act.Ap.19.25.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συντεχνίτις, -ιδος, και συντεχνίτισσα, Ν
σύντεχνος, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνίτης (< τέχνη)].