σωματοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(6_17)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ [[σῶμα]], μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.
|lstext='''σωμᾰτοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ [[σῶμα]], μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το [[σώμα]], [[αλλά]] δεν μπορεί να φονεύσει την [[ψυχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πατρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὸ σῶμα, μὴ φοβηθῶμεν τοὺς σωματοκτόνους Θεόδ. Στουδ. σ. 339Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει, που φονεύει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να φονεύσει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. πατρο-κτόνος.