τίρ: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_23)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τίρ''': κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων ἀντὶ τίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7, πρβλ. [[τοῖρ]].
|lstext='''τίρ''': κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων ἀντὶ τίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7, πρβλ. [[τοῖρ]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(λακων. και [[ηλειακός]] τ.) <b>βλ.</b> <i>τίς</i>.
}}
}}

Latest revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τίρ: κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων ἀντὶ τίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7, πρβλ. τοῖρ.

Greek Monolingual

Α
(λακων. και ηλειακός τ.) βλ. τίς.