τραπεζώδης: Difference between revisions
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(6_7) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰπεζώδης''': -ες, = [[τραπεζοειδής]], Στράβ. 811, Νικ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 6, σ. 407· [[λόφος]] Διόδ. 3, 45, κλπ. | |lstext='''τρᾰπεζώδης''': -ες, = [[τραπεζοειδής]], Στράβ. 811, Νικ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 6, σ. 407· [[λόφος]] Διόδ. 3, 45, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, ΜΑ [[τράπεζα]]<br />ο [[τραπεζοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = τραπεζοειδής, χωρίον Str.17.1.37, cf. Ruf.Oss.24, Sor.Fract.14.
German (Pape)
[Seite 1134] ες, zsgzn statt τραπεζοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζώδης: -ες, = τραπεζοειδής, Στράβ. 811, Νικ. Χων. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλ. τ. 6, σ. 407· λόφος Διόδ. 3, 45, κλπ.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ τράπεζα
ο τραπεζοειδής.