τρυμαλῖτις: Difference between revisions
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
(6_12) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῡμαλῖτις''': ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. [[τρυμαλιά]]. | |lstext='''τρῡμαλῖτις''': ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. [[τρυμαλιά]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυμαλιά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρεοπαγ</i>-<i>ῖτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡμαλῖτις: ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. τρυμαλιά.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία της Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ-ῖτις)].