τρύγημα: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(6_22) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύγημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[τρύγημα]], [[συγκομιδή]], τὸ τῶν [[κηρίων]] [[τρύγημα]] βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν. | |lstext='''τρύγημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, [[τρύγημα]], [[συγκομιδή]], τὸ τῶν [[κηρίων]] [[τρύγημα]] βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [<i>τρυγῶ</i> (Ι)]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τρυγώ]], η [[συγκομιδή]] καρπών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) [[συγκομιδή]] σταφυλιών, [[τρύγος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> επιτήδεια [[απόσπαση]] χρημάτων από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />η [[συγκέντρωση]] του μελιού από τις κυψέλες. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυγώ, η συγκομιδή καρπών
νεοελλ.
1. (κυρίως) συγκομιδή σταφυλιών, τρύγος
2. μτφ. επιτήδεια απόσπαση χρημάτων από κάποιον
αρχ.
η συγκέντρωση του μελιού από τις κυψέλες.