τυπάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῠπάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[τύπος]], ἀρχέτυπον [[σφραγιστήριον]], «μονίτα, τὸ [[τυπάριον]] νομίσματος» Γλῶσσαι Βασιλικ.· «τὸ σιδηροῦν [[τυπάριον]] εἰς σφαίρωσιν μαργάρων κρατῶν» Ἰω. Τζέτζ. Ἱστ. 11, 573, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''τῠπάριον''': [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[τύπος]], ἀρχέτυπον [[σφραγιστήριον]], «μονίτα, τὸ [[τυπάριον]] νομίσματος» Γλῶσσαι Βασιλικ.· «τὸ σιδηροῦν [[τυπάριον]] εἰς σφαίρωσιν μαργάρων κρατῶν» Ἰω. Τζέτζ. Ἱστ. 11, 573, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[τυπάρι]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠπάριον Medium diacritics: τυπάριον Low diacritics: τυπάριον Capitals: ΤΥΠΑΡΙΟΝ
Transliteration A: typárion Transliteration B: typarion Transliteration C: typarion Beta Code: tupa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of τύπος,

   A small figure, image, Tz.H.11.473.

Greek (Liddell-Scott)

τῠπάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τύπος, ἀρχέτυπον σφραγιστήριον, «μονίτα, τὸ τυπάριον νομίσματος» Γλῶσσαι Βασιλικ.· «τὸ σιδηροῦν τυπάριον εἰς σφαίρωσιν μαργάρων κρατῶν» Ἰω. Τζέτζ. Ἱστ. 11, 573, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
βλ. τυπάρι.