τυπάριον
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of τύπος, small figure, image, Tz.H.11.473.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ τύπος, ἀρχέτυπον σφραγιστήριον, «μονίτα, τὸ τυπάριον νομίσματος» Γλῶσσαι Βασιλικ.· «τὸ σιδηροῦν τυπάριον εἰς σφαίρωσιν μαργάρων κρατῶν» Ἰω. Τζέτζ. Ἱστ. 11, 573, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
βλ. τυπάρι.