τυρώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6_18)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡρώνυμος''': -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἀπὸ τοῦ τυροῦ, τυρώνυμον [[Σάββατον]], τὸ τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, (ἴδε τυροφάγος), Ἄννα Κομν. 1. 98.
|lstext='''τῡρώνυμος''': -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἀπὸ τοῦ τυροῦ, τυρώνυμον [[Σάββατον]], τὸ τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, (ἴδε τυροφάγος), Ἄννα Κομν. 1. 98.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τυρώνυμον [[Σάββατον]]» — το [[Σάββατο]] της τυρινής εβδομάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>θηρι</i>-<i>ώνυμος</i>).
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τῡρώνυμος: -ον, ὁ ὀνομασθεὶς ἀπὸ τοῦ τυροῦ, τυρώνυμον Σάββατον, τὸ τῆς τυρινῆς ἑβδομάδος, (ἴδε τυροφάγος), Ἄννα Κομν. 1. 98.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που έχει λάβει το όνομά του από τον τυρό
2. φρ. «τυρώνυμον Σάββατον» — το Σάββατο της τυρινής εβδομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του όνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι-ώνυμος).