φιλάδικος: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(6_17)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλάδικος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἄδικον, Κ. Μανασσ. Χρον. 3160, 3818, κλπ.
|lstext='''φῐλάδικος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἄδικον, Κ. Μανασσ. Χρον. 3160, 3818, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλάδικος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που αγαπά το άδικο, την [[αδικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄδικος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάδικος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ἄδικον, Κ. Μανασσ. Χρον. 3160, 3818, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάδικος, -ον, ΝΜ
αυτός που αγαπά το άδικο, την αδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄδικος.