χήνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(6_4)
(46)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήνιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[χήνειος]], Ἱππιατρ. σ. 45. 23., 51, 6 καὶ 7., 118, 10, Ἀρτεμίδ., κλπ.
|lstext='''χήνιος''': -α, -ον, μεταγενέστ. [[τύπος]] τοῦ [[χήνειος]], Ἱππιατρ. σ. 45. 23., 51, 6 καὶ 7., 118, 10, Ἀρτεμίδ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Μ<br /><b>βλ.</b> [[χήνειος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1353] = χήνειος, zw.

Greek (Liddell-Scott)

χήνιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ χήνειος, Ἱππιατρ. σ. 45. 23., 51, 6 καὶ 7., 118, 10, Ἀρτεμίδ., κλπ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
βλ. χήνειος.