χοιρόνους: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6_19) |
(46) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοιρόνους''': ουν, ὁ ἔχων νοῦν ἢ διαθέσεις χοίρου, τὸν κτηνωδέστερον, τὸν [[ἄντικρυς]] χοιρόνουν Μανασσ. Χρον. 6141. | |lstext='''χοιρόνους''': ουν, ὁ ἔχων νοῦν ἢ διαθέσεις χοίρου, τὸν κτηνωδέστερον, τὸν [[ἄντικρυς]] χοιρόνουν Μανασσ. Χρον. 6141. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Μ<br />αυτός που έχει [[συμπεριφορά]] χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν [[ἄντικρυς]] χοιρόνουν», Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-[[νους]], <i>ὀξύ</i>-[[νους]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
χοιρόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν ἢ διαθέσεις χοίρου, τὸν κτηνωδέστερον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν Μανασσ. Χρον. 6141.
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου («τὸν κτηνωδέστατον, τὸν ἄντικρυς χοιρόνουν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -νους (< νόος / νοῦς), πρβλ. κακό-νους, ὀξύ-νους].