χορηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_19)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορηγέτης''': -ου, ὁ, = [[χορηγός]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 386.
|lstext='''χορηγέτης''': -ου, ὁ, = [[χορηγός]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 386.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[χοραγέτας]], ὁ, Α<br />[[χορηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-[[ηγέτης]])].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγέτης Medium diacritics: χορηγέτης Low diacritics: χορηγέτης Capitals: ΧΟΡΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: chorēgétēs Transliteration B: chorēgetēs Transliteration C: chorigetis Beta Code: xorhge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = χορηγός, 1, Iamb.VP30.186: Dor. χορᾱγέτας IG42(1).133.7 (Epid., hymn).

German (Pape)

[Seite 1365] ὁ, = χορηγός, Iamblich. V. Pyth. §. 186.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγέτης: -ου, ὁ, = χορηγός, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 386.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοραγέτας, ὁ, Α
χορηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ἡγέτης (πρβλ. στρατ-ηγέτης)].