ἀμελητί: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(3)
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα.
|mltxt=ἀμελητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμελῶ]]<br />ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
}}
}}

Revision as of 09:22, 21 October 2017

German (Pape)

[Seite 121] sorglos, Luc. Tim. 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans soin.
Étymologie: ἀμέλητος.

Spanish (DGE)

adv.
1 por descuido, descuidadamente οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀ. προϊέμενοι Luc.Tim.12.
2 v. ἀμελλητί.

Greek Monolingual

ἀμελητὶ επίρρ. (Α) ἀμελῶ
ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.