Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(=δέ φροντίζω, εἶμαι ἀδιάφορος). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀμελής (α στερητ. + ἀπρόσ. μέλει μοι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀμέλεια, ἀμέλημα, ἀμελητέον, ἀμελητής, ἀμελητικός, ἀμελητί.