Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακάρεα: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τα (Α κάρεα) <b>Ζωολ.</b><br />υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών [[σκορπιών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατιν. επιστημον. όρο <i>acarina</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατιν. <i>acarus</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>ακαρί</i> καί [[άκαρι]] <b>βλ. λ.</b>].
|mltxt=τα (Α κάρεα) <b>Ζωολ.</b><br />υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών [[σκορπιών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο <i>acarina</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατιν. <i>acarus</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>ακαρί</i> καί [[άκαρι]] <b>βλ. λ.</b>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

τα (Α κάρεα) Ζωολ.
υφομοταξία της ομοταξίας τών Αραχνιδίων του φύλου τών Αρθρόποδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι «σκώροι» και τα τσιμπούρια. Είναι στενοί συγγενείς τών αραχνών και τών σκορπιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. νεολατιν. επιστημον. όρο acarina < νεολατιν. acarus < ελλ. ακαρί καί άκαρι βλ. λ.].