αυτοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αυτοφανής [[αὐτοφαής]], -ές και [[αὐτοφανής]], -ές (Α)<br />αφ' [[εαυτού]] [[φανερός]], [[αυτόδηλος]], [[ολοφάνερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αυτοφαής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφαής]]) και ο τ. <i>αυτοφανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])].
|mltxt=και αυτοφανής [[αὐτοφαής]], -ές και [[αὐτοφανής]], -ές (Α)<br />αφ' [[εαυτού]] [[φανερός]], [[αυτόδηλος]], [[ολοφάνερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αυτοφαής]] <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] (πρβλ. [[αμφιφαής]]) και ο τ. <i>αυτοφανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εφάνην</i> (αόρ. του [[φαίνομαι]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

και αυτοφανής αὐτοφαής, -ές και αὐτοφανής, -ές (Α)
αφ' εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο- + -φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)].