ανδρωνυμικός: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b> κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της<br /><b>αρχ.</b><br />όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνυμα</i> αιολ. τ. του <i>όνομα</i>. Το -<i>ω</i>-του τ. [[κατά]] τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> [[πατρωνυμικός]], [[μητρωνυμικός]], <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b> κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της<br /><b>αρχ.</b><br />όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]], <i>ανδρός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όνυμα</i> αιολ. τ. του <i>όνομα</i>. Το -<i>ω</i>-του τ. [[κατά]] τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (πρβλ. [[πατρωνυμικός]], [[μητρωνυμικός]], <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνδρωνυμικός, -ή, -όν)
το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της
αρχ.
όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το -ω-του τ. κατά τον νόμο της έκτασης «εν συνθέσει» (πρβλ. πατρωνυμικός, μητρωνυμικός, κ.ά.)].