αστιγματικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από αστιγματισμό<br /><b>2.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] του αστιγματικού<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίγμα]] (-<i>τος</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ικος</i>- | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από αστιγματισμό<br /><b>2.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] του αστιγματικού<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[στίγμα]] (-<i>τος</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ικος</i>- πρβλ. αγγλ. <i>astigmatic</i>(<i>al</i>). Ο [[ελληνικός]] όρος [[αστιγματικός]] μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που πάσχει από αστιγματισμό
2. όποιος έχει την ιδιότητα του αστιγματικού
3. εκείνος που διορθώνει τον αστιγματισμό («αστιγματικοί φακοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α- στερ. + στίγμα (-τος) + (κατάλ.) -ικος- πρβλ. αγγλ. astigmatic(al). Ο ελληνικός όρος αστιγματικός μαρτυρείται στον Δημήτριο Κοκίδη].