γερροφόροι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γερροφόροι]], οι (Α)<br />[[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν [[γέρρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=[[γερροφόροι]], οι (Α)<br />[[ελαφρά]] οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν [[γέρρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γέρρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γερροφόροι:''' οἱ ([[φέρω]]), [[τάγμα]] στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερροφόροι Medium diacritics: γερροφόροι Low diacritics: γερροφόροι Capitals: ΓΕΡΡΟΦΟΡΟΙ
Transliteration A: gerrophóroi Transliteration B: gerrophoroi Transliteration C: gerroforoi Beta Code: gerrofo/roi

English (LSJ)

οἱ,

   A troops that used wicker shields, X.An.1.8.9, Pl.La. 191c, Str.7.3.17.

Greek (Liddell-Scott)

γερροφόροι: οἱ, στρατιῶται φέροντες πεπλεγμένας ἀσπίδας, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, Πλάτ. Λάχ. 191C.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
soldados armados con escudos de mimbre Pl.La.191c, X.An.1.8.9, Oec.4.5, Str.7.3.17, Lex.Tht.93.

Greek Monolingual

γερροφόροι, οι (Α)
ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που κρατούσαν γέρρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + -φορος < φέρω.

Greek Monotonic

γερροφόροι: οἱ (φέρω), τάγμα στρατού που χρησιμοποιούσε πλεγμένες ασπίδες, σε Ξεν.