γέρρον
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
τό,
A anything made of wickerwork:
I oblong shield, covered with ox-hide, Hdt.7.61, X.Cyr.7.1.33, etc.; Θρᾴκια γέρρα Plu. Aem.32.
II γέρρα, τά, wattled screens or booths, used in the Athen. market place, τὰ γέρρα ἐνεπίμπρασαν D.18.169; τὰ γέρρα ἀναιρεῖν Id.59.90: generally, wattles, Str.4.4.3, Jul.Or.1.29d: metaph. of the eyelashes, Gal.UP10.6.
III wicker body of a cart, Str.7.2.3.
IV = γερροχελώνη, Plb.8.3.3 (pl.), D.H.6.92, Arr.An.1.21.5.
V stake, Eup.405; dart, dub. in Alcm.133.
2 = αἰδοῖον (Sicel) (or prob., = ὄλισβος, cf. Orion 43.24), Epich.235.
Spanish (DGE)
-ου, τό
I de varas singulares
1 pica o dardo Alcm.131, cf. Sch.Luc.Anach.32.
2 estaca de una empalizada, Eup.440, Pherecr.18, Ar.Fr.803
•fig. cóm. γέρρα Νάξια ref. prob. falos en un templo de Afrodita en Naxos (Sicilia), Epich.174, cf. Hsch., App.Prou.1.72.
II de estructuras de mimbre o materiales ligeros
1 como arma defensiva escudo oblongo de mimbre usado por los persas, Hdt.7.61, X.Cyr.7.1.33, cf. Lex.Tht.93, por los tracios Plu.Aem.32.
2 reparo o mantelete de mimbre γέρροις ... οἱονεὶ τείχει φραξάμενοι fortificados con manteletes de mimbre como con una muralla Iul.Or.1.29d
•a modo de testudo ἑτοιμασάμενοι δὲ γέρρα καὶ βέλη Plb.8.3.3, D.H.6.92, cf. Arr.An.1.21.5; cf. γερροχελώνη.
III de dif. construcciones ligeras, frec. en plu. τὰ γέρρα
1 mamparas de mimbre usadas en el mercado de Atenas para proteger las tiendas y separarlas unas de otras, D.18.169, para separar a los ciudadanos que iban a votar, D.59.90.
2 caja de mimbre de un carro τοῖς γέρροις τῶν ἁρμαμαξῶν Str.7.2.3.
3 tejavana de bálago, Str.4.4.3, de pieles, Hsch.
•fig. de las pestañas, Gal.3.791.
• Diccionario Micénico: ka-ro II (?).
• Etimología: De *γερσον cf. cret. γάρσανα c. vocalismo ø y rel. anórd. kiarr ‘maleza’.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 bouclier d'osier, à l'usage des Perses;
2 plur. τὰ γέρρα sorte d'auvent en osier pour abriter les vendeurs au marché.
Étymologie: DELG de *γέρσον, apparenté au crétois γάρσανα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γέρρον -ου, τό schild (van riet); plur. schutting, schotten.
German (Pape)
τό (εἴρω ?), das von (Weiden-) Ruten Geflochtene,
a einviereckiger (ῥομβοειδῆ nach Strab. XV.3), mit rohem Rindsfell überzogener leichter Schild; einen solchen haben die Perser, Her. 7.61 und öfter; vgl. Xen. Cyr. 1.2.13 und Krüger zu An. 1.8.9; auch die Thrakier, Plut. Aem. 32.
b ein geflochtener Wagenkorb, Strab. VII p. 294.
c nach Phryn. B.A. 33 περιφραγμάτων περιβλήματα πλεκτά, geflochtene Verzäunung, daraus gemachte Marktbude, Dem. 18.169; πρὶν τοὺς ξένους εἰσιέναι καὶ τὰ γέρρα ἀναιρεῖν 59.90.
d = γερροχελώνη, Dion.Hal. 6.92; vineae, 8.5.2.
e nach Vetera Lexica = αἰδοῖον, com.; = σταυρός, Eupol.; = ὀϊστός, Alcm.
Russian (Dvoretsky)
γέρρον: τό
1 плетеный щит (обтянутый кожей - у персов Her., Xen., Plut. и у фракийцев Plut.);
2 (лат. vinea) плетеный осадный навес, винея (γέρρα καὶ τἆλλα πρὸς τὴν πολιορκίαν Polyb.);
3 плетеная рыночная палатка Dem.;
4 плетеная перегородка, плетень Dem.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: Different objects from wicker-work, shield (Hdt.;), wattles, booths, body of a cart (D.), stake, arrow (Eup.), = τὸ αἰδοῖον Epich.).
Compounds: γερροφόρος shieldbearer (Pl.)
Derivatives: γερράδια στρωτηρίδια H.; cf. Chantr. Form. 72, Schwyzer 487. - Here also γέρσυμον ἄκρον ἁλιευτικοῦ καλάμου H.? (cf. γέρρον = stake), variant γένσιμον H. and κέρσιμον (Sch.) s. below; not with Latte to ἀγείρω. - On γάρρα and γάρσανα s.s.v. γάρσανα.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.
Etymology: γέρσυμον (not to be corrected with Latte in γέρσιμον) beside γένσιμος, κέρσιμον point to a Pre-Greek word (ε/α, κ/γ, ι/υ). Here also prob. Arm. car tree, pl. shrubs. Further one connects ON kiarr n. shrubs (PGg. *kersá-). With other vocalism ON kass (< *kars) basket, PGm. *kársa-. Here also γάρσανα and γάρρα. The whole prob. Eur. substratum words. Fur. 117. - From γέρρα pl. Lat. gerra f. wicker-work.
Greek Monolingual
γέρρον, το (Α)
1. κάθε αντικείμενο πλεγμένο από ευλύγιστες βέργες, συνήθως λυγαριάς
2. η επιμήκης ασπίδα τών Περσών, σκεπασμένη με δέρμα βοδιού
3. το ψαθωτό τμήμα της άμαξας
4. η γερροχελώνη, δηλ. πολιορκητική μηχανή σε σχήμα χελώνας κατασκευασμένη από «γέρρα»
5. πάσσαλος, παλούκι
6. το ανδρικό μόριο
7. πληθ. γέρρα, τα
ψαθωτά περιφράγματα ή παραπήγματα με καλάμια τών καταστημάτων της αθηναϊκής αγοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γέρρον προήλθε από γέρσον (ινδοευρ. ĝerso-m < ρίζα ĝers- «στρέφω, στρίβω, λυγίζω»), γεγονός που πιστοποιείται από τις «γλώσσες» του Ησύχ. «γάρσανα
φρύγανα» και «γάρρα
ράβδος», όπου απαντά η ασθενής βαθμίδα της αρχικής ρίζας. Στην ίδια ρ. gers- ανάγονται και τα αρχ. νορβ. kiarr «χαμόκλαδα», αρχ. σουηδ. ki’œrr, νέο σουηδ. ka?rr «τέλμα, έλος» (γερμ. kerzά). Το λατ. gerrae («καλαμωτά περιφράγματα
ασήμαντα πράγματα, ανοησίες») αποτελεί δάνειο από το γέρρα, πληθ. του γέρρον.
Greek Monotonic
γέρρον: τὸ (εἴρω), οτιδήποτε φτιαγμένο από λυγαριά, πλεχτός από λυγαριά, καλαμένιος.
I. επιμήκης ασπίδα καλυμμένη με δέρμα βοδιού, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. γέρρα, τά, καλαμωτές καλύβες ή πάγκοι ή περιφράγματα που χρησιμοποιούνταν στην αθηναϊκή αγορά, σε Δημ.
III. το πλεκτό σώμα της άμαξας, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
γέρρον: τό, (εἴρω) Λατ. gerra, πᾶν πλεκτὸν ἐκ λεπτῶν ῥάβδων, 1) ἐπιμήκης ἀσπὶς κεκαλυμμένη διὰ δέρματος βοός, ὁποίαν οἱ Πέρσαι μετεχειρίζοντο, Ἡρόδ. 7. 61, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 33, κτλ.· πρβλ. γερροφόροι. ΙΙ. γέρρα, τά, περιφράγματα πλεκτὰ ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἀθηναϊκῇ ἀγορᾷ, εἶδος παραπηγμάτων, τὰ γ. ἐνεπίμπρασαν Δημ. 284. 24· τὰ γ. ἀναιρεῖν ὁ αὐτ. 1375. 20. ΙΙΙ. τὸ πλεκτὸν σῶμα ἁμάξης, Στράβων 294. IV. =γερροχελώνη, ἡ, Λατ. vinea, Πολύβ. 8. 5, 2, Ἀρρ. Ἀν. 1. 21, 10, κτλ. V. ῥάβδος, σκόλοψ, ξύλον μακρόν, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 140· ὀϊστός, βέλος, ὕποπτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. 2) =αἰδοῖον, ἴδε Ἐπίχαρμ. παρὰ Σχολ. Λουκ. Ἀναχ. 32.
Middle Liddell
εἴρω
anything made of wicker-work:
I. an oblong shield, covered with ox-hide, such as the Persians used, Hdt., Xen.
II. γέρρα, τά, wattled huts, or booths, used in the Athen. market-place, Dem.
III. the wicker body of a car, Strab.
{{FriskDe
|ftr=γέρρον: {gérron}
Grammar: n.
Meaning: Bez. verschiedener aus Flechtwerk gemachter Gegenstände, Schild aus Flechtwerk (Hdt., X. u. a.; γερροφόρος Schildträger Pl., X. u. a.), Umzäunung, Bude, Wagenkorb (D., Str. u. a.), auch Rute, Pfeil (Eup., Alkm., = [[τὸ αἰδοῖον Epich.).
Derivative: Davon γερράδια· στρωτηρίδια H.; zur Bildung Chantraine Formation 72, Schwyzer 487. — Auch γέρσυμον (γέρσιμον Latte)· ἄκρον ἁλιευτικοῦ καλάμου H. kann hierher gehören (vgl. γέρρον = Rute), aber die Neben formen γένσιμον (-ντ- Musurus) H. und κέρσιμον (Sch.) machen jede Deutung hypothetisch, vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 80; jedenfalls nicht mit Latte zu ἀγείρω. — Mit α-Vokalismus γάρρα· ῥάβδος und γάρσανα· φρύγανα. Κρῆτες H.; im Suffix abweichend γάρκαν· ῥάβδον. Μακεδόνες H.; s. d.
Etymology: Bis auf den Akzent ist γέρρον aus *γέρσον (vgl. γάρσανα und Schwyzer 284f.) mit awno. kiarr n. Gebüsch, Gesträuch, aschw. kioerr, nschw. kärr n. Sumpf, Morast (urg. *kerzá-), formal identisch: idg. *gérso-m n.; die nordische Betonung muß eine Neuerung sein; zur Bedeutung Lidén Stud. 7f. Verschiedene nordische Wörter zeigen idg. o-Vokalismus, z. B. awno. und nnorw. kass (aus *kars) Weidenkorb, urg. *kársa-, idg. *górso-s m.; weiteres s. Lidén a. a. O. Daneben Schwundstufe in γάρσανα und γάρρα. — Auch arm. caṙ Baum, pl. Gestrüpp kann hierher gehören, falls palatales ĝ anzusetzen ist (= gr. *γάρσον); dabei fallen einige bei Lidén herangezogene, in Bedeutung und Form etwas abseits liegende aind. Wörter weg; vgl. WP. 1, 593. — Aus γέρρα pl. stammt lat. gerra f. Rutengeflecht.
Page 1,300-301
}}