βεβλήαται: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(Autenrieth)
(3)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[βάλλω]].
|auten=see [[βάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βεβλήαται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de βάλλω.

English (Autenrieth)

see βάλλω.

Greek Monotonic

βεβλήαται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του βάλλω.