αὐθαδόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[αὐθαδόστομος]], -ον)<br />αυτός που μιλά με [[αυθάδεια]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[αὐθαδόστομος]], -ον)<br />αυτός που μιλά με [[αυθάδεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐθᾱδόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[ισχυρογνώμων]] στα [[λόγια]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A presumptuous of speech, Ar.Ra.837.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.
Étymologie: αὐθάδης, στόμα.
Spanish (DGE)
(αὐθᾱδόστομος) -ον de lengua arrogante, ἄνθρωπος Ar.Ra.837.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α αὐθαδόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με αυθάδεια.
Greek Monotonic
αὐθᾱδόστομος: -ον (στόμα), ισχυρογνώμων στα λόγια, σε Αριστοφ.