τημόσδε: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ταμόσδε Α<br /><b>επίρρ.</b> [[τότε]] ακριβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆμος]] / <i>τᾶμος</i> <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δε</i> ].
|mltxt=και ταμόσδε Α<br /><b>επίρρ.</b> [[τότε]] ακριβώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆμος]] / <i>τᾶμος</i> <span style="color: red;">+</span> δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]] <i>δε</i> ].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τημόσδε:''' Δωρ. ταμόσδε, επίρρ. [[τῆμος]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημόσδε Medium diacritics: τημόσδε Low diacritics: τημόσδε Capitals: ΤΗΜΟΣΔΕ
Transliteration A: tēmósde Transliteration B: tēmosde Transliteration C: timosde Beta Code: thmo/sde

English (LSJ)

Dor. τᾱμόσδε, Adv.

   A = τῆμος, Theoc.10.49, Call.Jov.21, cj. in A.R.2.957:—also τημοῦτος, Hes.Op.576, Call.Dian.175, Aet. 3.1.44, Nic.Th.926.

German (Pape)

[Seite 1108] adv., = τῆμος; Od. 7, 318, zw., u. richtiger τῆμος δέ geschr.; Theocr. 10, 49 u. a. sp. D., wie Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

τημόσδε: Δωρικ. ταμόσδε, Ἐπίρρ. = τῆμος, Θεόκρ. 10. 49, Καλλ. εἰς Δία 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 957· - οὕτω καὶ τημοῦτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 574, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 175.

Greek Monolingual

και ταμόσδε Α
επίρρ. τότε ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆμος / τᾶμος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε ].

Greek Monotonic

τημόσδε: Δωρ. ταμόσδε, επίρρ. τῆμος, σε Θεόκρ.