τράφεν: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(Autenrieth) |
(6) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[τρέφω]]. | |auten=see [[τρέφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τράφεν:''' Αιολ. και Επικ. αντί <i>ἐτράφησαν</i>,<br /><b class="num">I.</b> γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του [[τρέφω]].<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>τρέφειν</i>, απαρ. του [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
τράφεν: Αἰολ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ τρέφω, μερόπων ἀνθρώπων..., οἳ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ’ ἐγένοντο Ἰλ. Α. 251. ΙΙ. Δωρ. ἀπαρ. τοῦ τρέφω, Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χείρωνι δῶκαν Πινδ. Π. 4. 205.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. dor. de τρέφω;
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de τρέφω.
English (Autenrieth)
see τρέφω.
Greek Monotonic
τράφεν: Αιολ. και Επικ. αντί ἐτράφησαν,
I. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του τρέφω.
II. Δωρ. αντί τρέφειν, απαρ. του τρέφω.