εὑρετέος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[εὑρίσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρετέος Medium diacritics: εὑρετέος Low diacritics: ευρετέος Capitals: ΕΥΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: heuretéos Transliteration B: heureteos Transliteration C: evreteos Beta Code: eu(rete/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be discovered, found out, Th.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.