ἔξει: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de</i> [[ἔξειμι]].
|btext=<i>2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de</i> [[ἔξειμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔξει:''' αντί <i>ἔξιθι</i>, προστ. του [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]] [[ibo]]).
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔξει: ἀντὶ ἔξιθι, προστ. τοῦ ἔξειμι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. ind. ou impér. de ἔξειμι.

Greek Monotonic

ἔξει: αντί ἔξιθι, προστ. του ἔξειμι (εἶμι ibo).