κεχάρηκα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[χαίρω]].
|btext=v. [[χαίρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεχάρηκα:''' κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του [[χαίρω]].
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κεχάρηκα: κεχάρημαι, κεχαρησέμεν, κεχαρήσεται, κεχάρητο, -ηντο, κεχαρηώς, ἴδε ἐν λέξ. χαίρω.

French (Bailly abrégé)

v. χαίρω.

Greek Monotonic

κεχάρηκα: κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του χαίρω.