κεχάρηκα

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

French (Bailly abrégé)

v. χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

κεχάρηκα: (χᾰ) pf. к χαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

κεχάρηκα: κεχάρημαι, κεχαρησέμεν, κεχαρήσεται, κεχάρητο, -ηντο, κεχαρηώς, ἴδε ἐν λέξ. χαίρω.

Greek Monotonic

κεχάρηκα: κεχάρημαι[ᾰ], Ενεργ. και Παθ. παρακ. του χαίρω.