ἀρχαγέτης: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_5)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχᾱγέτης''': ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ [[ἀρχηγέτης]], [[ἀρχηγός]].
|lstext='''ἀρχᾱγέτης''': ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ [[ἀρχηγέτης]], [[ἀρχηγός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρχᾱγέτης:''' ἀρχ-ᾱγός, Δωρ. και Αττ. αντί <i>ἀρχ-ηγ-</i>.
}}
}}

Latest revision as of 21:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 364] ὁ, nach Plut. Lyc. 6 der ursprüngliche Name der lacedämonischen Könige, s. ἀρχηγέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱγέτης: ἀρχᾱγός, Δωρ. ἀντὶ ἀρχηγέτης, ἀρχηγός.

Greek Monotonic

ἀρχᾱγέτης: ἀρχ-ᾱγός, Δωρ. και Αττ. αντί ἀρχ-ηγ-.