Διπολιώδης: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(big3_12) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(Δῑπολιώδης) -ες<br />[[como las fiestas Dipolias]] ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias</i> Ar.<i>Nu</i>.984. | |dgtxt=(Δῑπολιώδης) -ες<br />[[como las fiestas Dipolias]] ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias</i> Ar.<i>Nu</i>.984. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Δῑπολιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όπως το [[Διπόλια]], δηλ. απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.
Greek (Liddell-Scott)
Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.
Spanish (DGE)
(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.
Greek Monotonic
Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.