ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι. | |mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53. II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
Greek Monolingual
ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Greek Monotonic
ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.